του Κώστα Καλλωνιάτη
Η ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία δεν υπήρξε τόσο γενικευμένη κρίση (οικονομική, ενεργειακή, διατροφική, κοινωνική, περιβαλλοντική, ψυχολογική, πολιτική). Ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού οι αντιφάσεις και οι ανισορροπίες του συστήματος δεν οξύνθηκαν τόσο πολύ σε πλανητικό επίπεδο. Ποτέ άλλοτε το δίλημμα δεν ήταν όχι «σοσιαλισμός ή καπιταλισμός», ούτε «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», αλλά «σοσιαλισμός ή αφανισμός»! Καμία διάθεση σκόπιμης και τεχνητής δραματοποίησης της κατάστασης του ανθρώπινου πολιτισμού. Με την παγκοσμιοποίηση και τη κρίση της, όλες οι παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος (άναρχη ανάπτυξη και αστικοποίηση, κοινωνικές ανισότητες και φτώχεια, εργασιακός ανταγωνισμός και κλιμακούμενη ανεργία, ένοπλες συγκρούσεις και εγκληματική βία, πυρηνικά εργοστάσια και εξοπλισμοί, περιβαλλοντική καταστροφή και κλιματική αλλαγή, εξάντληση και διάβρωση φυσικών πόρων, δημογραφική επέκταση και μεταναστευτικά ρεύματα, ατομική αποξένωση και ψυχολογική κατάθλιψη) πήραν πλανητικές διαστάσεις απειλώντας τη ζωή με Αρμαγεδδώνα. Στον 21ο αιώνα διακυβεύεται η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Και από τη στάση του κινήματος των εργαζομένων θα εξαρτηθεί η έκβαση του αγώνα να υπάρξει μέλλον για την ανθρωπότητα.
Στους πιο οξυδερκείς παρατηρητές των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων και της ταξικής πάλης πρέπει να έχει γίνει αντιληπτό πλέον ότι η κρίση στην οποία τυπικά εισήλθε η παγκόσμια οικονομία το 2008 με τη χρηματοπιστωτική της μορφή (σε ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΕ) για να μεταφερθεί ακολούθως στο δημοσιονομικό σκέλος της (σ’ όλη η Δύση) και να απλωθεί κοινωνικά και πολιτικά στη Β. Αφρική, Μ. Ανατολή και τον Ευρωπαϊκό ‘Νότο’, τείνει σήμερα να επιστρέψει δριμύτερη στον χρηματοπιστωτικό τομέα εν μέσω μίας νέας παγκόσμιας οικονομικής Ύφεσης χειρότερης από την επονομασθείσα Μεγάλη Ύφεση του μεσοπολέμου έναν αιώνα περίπου πριν. Εφεξής στην ατζέντα της ιστορίας θα είναι οι χρεοκοπίες, ο προστατευτισμός, οι νομισματικοί και εμπορικοί πόλεμοι, οι ένοπλες περιφερειακές συγκρούσεις, οι επαναστάσεις και οι αντεπαναστάσεις. Με ταχείς ρυθμούς στήνεται ένα σκηνικό επανάληψης της τραγωδίας του α’ μισού του 20ου αιώνα σε πολύ υψηλότερο – λόγω παγκοσμιοποίησης και επέκτασης εξοπλισμών – και μάλλον ολικά καταστροφικό επίπεδο.
Οι εκτιμήσεις αυτές για το που οδεύει ο Κόσμος αναδεικνύουν το τεράστιο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης και του Σοσιαλιστικού κινήματος να οργανωθεί και να προσφέρει τις δικές του ταξικά αυτόνομες, κοινωνικά ενωτικές και πολιτικά επαναστατικές λύσεις στα χρόνια αδιέξοδα και τις καταστροφικές συγκρούσεις στις οποίες διολισθαίνει ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός πατώντας στα κεφάλια και τις πλάτες των εργαζομένων.
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ «ΕΘΝΟΛΑΪΚΙΣΜΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΤΟΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ε.
Ο μεγάλος, ωστόσο, κίνδυνος – όπως η ιστορία έχει ήδη δείξει – για το εργατικό κίνημα που σήμερα αφυπνίζεται, διεκδικεί και αγωνίζεται διεθνώς, είναι να πέσει θύμα των σειρήνων του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Με συνέπεια, αντί να αξιοποιήσει τις συνθήκες παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, η οποία έφερε πολύ κοντύτερα τους εργαζομένους των διαφόρων εθνικών οικονομιών και κρατών, για να συγκροτήσει πάνω στα κοινά προβλήματα, συμφέροντα και διεκδικήσεις ένα ταξικά ενιαίο και διεθνιστικά οργανωμένο σοσιαλιστικό κίνημα με κοινούς μεταβατικούς στόχους πάλης ικανούς να οδηγήσουν στην κοινωνική ρήξη και αλλαγή, να συστρατευθεί με το μικρομεσαίο αστικό κεφάλαιο σε μία προσπάθεια εθνικής οικονομικής αναδίπλωσης με ανάκτηση της ανεξαρτησίας και των μέσων οικονομικής πολιτικής του εθνικού κράτους και με στόχο τη προστασία της τοπικής οικονομίας και την αυτοδύναμη ανάπτυξή της.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, στην οποία η οικονομική κρίση έχει φέρει τη χώρα σε μία άτυπη χρεοκοπία και στην οποία η μικροαστική κοινωνική σύνθεση είναι συγκριτικά εντονότερη, το ρεύμα του αριστερού εθνολαϊκισμού κερδίζει συνεχώς έδαφος εξαιτίας της πλήρους παράδοσης του ΠΑΣΟΚ στην νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης και της αδυναμίας της παραδοσιακής Αριστεράς να εκφέρει εναλλακτική λύση. Ο αριστερός εθνολαϊκισμός θεωρεί πως υπάρχει επιβολή νεοαποικιακού καθεστώτος στην χώρα από την ΕΕ και μιλάει για την ανάγκη «νέου ΕΑΜ», ενώ με αφορμή το αίτημα άρνησης και διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους θέτει ευθέως ζήτημα στάσης πληρωμών, εξόδου από την Ευρωζώνη και την ΕΕ με επιστροφή και υποτίμηση της δραχμής, κρατικοποίηση τραπεζών, έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων και εξωτερικού εμπορίου, φιλολαϊκή φορολογική και μισθολογική πολιτική, άσκηση προστατευτικής βιομηχανικής πολιτικής και νέες διακρατικές συνεργασίες με Κίνα, Ρωσία κλπ. Υπόσχεται, δηλαδή μία κεϋνσιανή πολιτική μετάβασης σε έναν εθνικά αυτόνομο κρατικό καπιταλισμό που θεωρεί ότι μπορεί με την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών υπέρ των δυνάμεων της εργασίας να οδηγήσει αργότερα και στον σοσιαλισμό.
Πρόκειται περί χίμαιρας όπως έχει καταδείξει η ιστορία των εθνικών και κοινωνικών επαναστάσεων όλου του 20ου αιώνα που περιορίσθηκαν και απομονώθηκαν στο πεδίο της εθνικής οικονομίας για να παλινδρομήσουν τελικά στον καπιταλισμό. Μίας χίμαιρας που, είτε συνειδητά είτε όχι, τείνει να αναπαράξει την σταλινική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα», η οποία με τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό των μεταβατικών εργατικών κρατών που προέκυψαν και την τελική απορρόφησή τους από τον παγκόσμιο καπιταλισμό κατέστρεψε την διεθνιστική οργάνωση των σοσιαλιστικών δυνάμεων και δυσφήμισε την σοσιαλιστική ιδέα ως συνώνυμο του σταλινισμού. Εκεί που ο μαρξισμός θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνον πάνω στη βάση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από τον καπιταλισμό (βλ παγκοσμιοποίηση, διεθνής καταμερισμός εργασίας και περιφερειακή οργάνωση οικονομιών όπως η ΕΕ), οι νοσταλγοί της δραχμής παραπέμπουν σε μία αντιευρωπαϊκή λογική εθνικής ανοικοδόμησης με σοσιαλιστική υποτίθεται προοπτική. Η λογική τους είναι αντιευρωπαϊκή γιατί ακολουθώντας τον εθνικό δρόμο για την οικονομική ανάπτυξη (α’ στάδιο) και τον σοσιαλισμό (β’ στάδιο) διασπά τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης προσδένοντάς τις στα εθνικά κράτη, στην ουτοπία της αυτόνομης ανάπτυξης με προστατευτισμό, καθώς και στα συγκρουόμενα συμφέροντα κάθε εθνικής αστικής. Με άλλα λόγια φέρνοντας αντιμέτωπες τις επιμέρους εθνικές μερίδες του κεφαλαίου, οδηγεί σε σύγκρουση μεταξύ τους και τους εργαζόμενους κάθε χώρας. Σε αυτή την υλική βάση αναπτύσσεται ο εθνικισμός που αποτελεί την πρώτη ύλη του πολέμου. Προτάσσοντας την εθνική ανεξαρτησία, διαγράφεται έτσι ο εργατικός διεθνισμός.
Το πόσο εσφαλμένα εθνοκεντρική είναι η προσέγγιση των υποστηρικτών της εξόδου από την Ευρωζώνη μαρτυρά τόσο η εκ μέρους τους απόδοση της ελληνικής κρίσης (με τα ελλείμματα ανταγωνιστικότητας, εμπορίου, δημοσίου και την υπερχρέωση) πρωτίστως στην ‘αρχιτεκτονική του ευρώ’, όσο και αδυναμία κατανόησης ότι η κρίση του χρέους και οι πολιτικές λιτότητας της αστικής τάξης σαρώνουν, αν και με διαφορά χρόνου και έντασης, σήμερα όλα τα μήκη και πλάτη του αναπτυγμένου κόσμου. Σε μία περίοδο που οι ταξικές πολιτικές λιτότητας που άλλοτε υπαγόρευε το ΔΝΤ στις αναπτυσσόμενες προβληματικές οικονομίες (βλ μείωση ρόλου δημόσιου τομέα, περικοπές κοινωνικών δαπανών και ελλειμμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικές μεταρρυθμίσεις ευνοϊκές για το κεφάλαιο, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, εγκατάλειψη ουσιαστικών πλευρών κρατικής κυριαρχίας, κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων κλπ) σήμερα γενικεύονται και εφαρμόζονται στον αναπτυγμένο κόσμο με κοινό θύμα τους εργαζόμενους, οι οπαδοί της «εξόδου από το ευρώ» δεν διακρίνουν τις τεράστιες ευκαιρίες κοινής δράσης της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης που διανοίγονται από τις αυθόρμητες κινητοποιήσεις της και παρά το εμπόδιο των συμβιβασμένων πολιτικών ηγεσιών τους. Αντ’ αυτού, ‘προσωποποιούν’ την αντίθεση με το κεφάλαιο και το αστικό κατεστημένο στο σύνολο των υπερεθνικών θεσμών με πρώτο το ευρώ και στρέφουν όλη την προσοχή τους στην πόρτα της εξόδου… προς το παρελθόν της εθνικής αστικής οικονομίας.
Σε μία περίοδο που η κρίση χρεών δεν οδηγεί μόνον στην μεγαλύτερη στην ιστορία αφαίμαξη πλούτου των εργαζόμενων μαζών από την χρηματοπιστωτική ολιγαρχία μέσω του μηχανισμού των χρεών, αλλά και στον κλονισμό της παγκόσμιας νομισματικής τάξης, της αμερικανικής ηγεμονίας και της αστικής νομιμότητας σε κάθε χώρα, η εκθεμελίωση της ισχύος του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν περνά μέσω της ακύρωσης του χρέους μιας μικρής χώρας σαν την Ελλάδα, αλλά μέσω της διαγραφής των χρεών όλων των υπερχρεωμένων οικονομιών που σπεύδουν να τα φορτώσουν στις πλάτες των εργαζομένων τους. Γιατί η τρέχουσα κρίση του χρέους δεν αποτελεί ούτε ελληνικό, ούτε νοτιοευρωπαϊκό αποκλειστικά φαινόμενο, αφού πλήττει όλη την Ευρώπη και ακόμη περισσότερο τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Εξ ου και η σημασία της συλλογικής δημιουργίας νέων δικτυώσεων και συνασπισμών εργατικών συνδικάτων και πολιτικών φορέων-εκπροσώπων τους στη βάση της διεθνιστικής αλληλεγγύης Βορά-Νότου και Δύσης-Ανατολής.
Αντί να δαιμονοποιείται το ευρώ ως πηγή όλων των δεινών και η ορθή πρόταση ακύρωσης του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους να χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο μιας εθνικοκαπιταλιστικής φάσης ανάπτυξης (βλ ‘έξω από την Ευρώπη’ και προσφυγή στην εθνική αυτοδυναμία), η πρόταση διαγραφής της μεγάλης μάζας των χρεών θα έπρεπε να προβάλλεται ως πανευρωπαϊκό μεταβατικό αίτημα για την αγωνιστική συσπείρωση και διεκδίκηση μιας δημοκρατικά ενωμένης Ευρώπης εκ μέρους των εργαζομένων. Αντί να προβάλλονται με μηχανικό τρόπο τριτοκοσμικά αναλυτικά σχήματα διάκρισης της Ευρώπης σε Βορά-Νότο και Κέντρο-Περιφέρεια που υποκαθιστούν την εκμετάλλευση της εργατικής από την αστική τάξη με την εκμετάλλευση των φτωχότερων από τις πλουσιότερες χώρες, θα έπρεπε να αναδεικνύεται το κοινό πεδίο της ταξικής εκμετάλλευσης όλων των εργαζομένων τάξεων από το εθνικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο και να προβάλλεται η κοινή σοσιαλιστική προοπτική. Τέλος, και αυτό είναι το κυριότερο, αντί να οδηγείται η εργατική τάξη να επιλέξει ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο μνημόνιο του ευρωπαϊκού αστισμού και τον κεϋνσιανής έμπνευσης εθνικό κρατικοκαπιταλιστικό προστατευτισμό – δηλαδή μεταξύ δύο αστικών πολιτικών, ή σωστότερα μεταξύ μίας αστικής και μίας μικροαστικής πολιτικής – οφείλει να χαράξει την δική της ανεξάρτητη ταξική πολιτική μακριά από διλήμματα «μέσα ή έξω από το ευρώ» και «ελεύθερη ευρωπαϊκή αγορά ή εθνικός προστατευτισμός».
Το τελευταίο αυτό σκέλος αποτελεί και την πεμπτουσία της μαρξιστικής μεθόδου και αυτή ήταν η προσέγγιση από άποψη αρχής των Μαρξ-Ένγκελς και των λοιπών κλασσικών μαρξιστών στα προβλήματα που έθεσε η καπιταλιστική ανάπτυξη της εποχής τους, μέσα από τις εναλλαγές της ελευθερίας στο εμπόριο και της υιοθέτησης προστατευτικών μέτρων. Ας δούμε πως χειρίστηκαν τα περίπλοκα διλήμματα που έθετε η αστική πολιτική στον καιρό τους.
ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΜΠΟΡΙΟ, Ο ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Όταν ο Βρετανικός καπιταλισμός ήταν η κυρίαρχη βιομηχανική δύναμη στην παγκόσμια οικονομία και το ελεύθερο εμπόριο είχε μόλις γίνει η εμπορική πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης, οι Μαρξ και Ένγκελς πρώτοι έγραψαν για αυτό τη δεκαετία του 1840.
Στην Αγγλία οι «νόμοι του καλαμποκιού» που είχαν διατηρήσει την τιμή των τροφίμων υψηλή (και τους γαιοκτήμονες πλούσιους) καταργήθηκαν το 1846, προκαλώντας μεγάλη διεθνή συζήτηση για το θέμα του ελεύθερου εμπορίου. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς δημοσίευσαν άρθρα και έδωσαν ομιλίες σχετικά με το ζήτημα.
Η πρώτη καινοτομία που έκαναν ήταν να αρνηθούν να δεσμευτούν από το δίλημμα: ελεύθερο εμπόριο ή προστατευτισμός. Ήδη από το 1845, ο Ένγκελς έγραφε στον Julius Campe: “Δεν έχουμε την πρόθεση να υπερασπιστούμε τους προστατευτικούς δασμούς περισσότερο από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά μάλλον να επικρίνουμε τα δύο συστήματα, από τη δική μας σκοπιά. Δική μας σκοπιά είναι η κομμουνιστική."
(Μαρξ και Ένγκελς Άπαντα 38 / MECW 38, σ.34 ή http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/letters/45_10_14.htm)
Η πιο λεπτομερής επεξεργασία του θέματος εκ μέρους τους ήταν η ομιλία του Μαρξ ‘Σχετικά με το Ζήτημα του Ελεύθερου Εμπορίου’, η οποία εκδόθηκε στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 1848, λίγο πριν από την δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.
(MECW 6, σ.450 ή http://www.marxists.org/archive/marx/works/1848/01/09ft.htm#marx)
Η ομιλία είναι διαποτισμένη με σκεπτικισμό σχετικά με τις "σοφιστείες του ελεύθερου εμπορίου” της τάξης των βιομηχάνων. Ο Μαρξ καταφέρθηκε εναντίον της «ξαφνικής φιλανθρωπίας των ιδιοκτητών εργοστασίων», οι οποίοι υποστήριζαν ότι το ελεύθερο εμπόριο ωφελούσε την εργατική τάξη. Διακήρυξε, δε, ότι η αντίθεση των αφεντικών για σύντμηση της εργάσιμης ημέρας αποκαλύπτει την υποκρισία τους.
Ο Μαρξ πίστευε ότι “όλος αυτός ο φαρισαϊσμός δεν θα καταφέρει να καταστήσει το φτηνότερο ψωμί προσιτό στους εργαζόμενους". Υποστήριξε ότι το ελεύθερο εμπόριο ήταν για τη βρετανική αστική τάξη το μέσο για να κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά. “Η Αγγλία θα αποτελούσε μία τεράστια πόλη-εργοστάσιο, με το σύνολο της υπόλοιπης Ευρώπης να βασίζεται στις γεωργικές περιοχές της”.
Ενάντια στα επιχειρήματα ότι το ελεύθερο εμπόριο θα παρέχει φθηνά τρόφιμα και υψηλότερους μισθούς, ο Μαρξ επισήμανε την ένδεια των χειροτεχνών υφαντουργών στη Βρετανία και την Ινδία. Υποστήριξε ότι με την απελευθέρωση του ανταγωνισμού, το ελεύθερο εμπόριο είναι πιθανόν να μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων. Ο Μαρξ αμφισβήτησε επίσης το επιχείρημα ότι το ελεύθερο εμπόριο διευκόλυνε ένα φυσικό καταμερισμό της εργασίας μεταξύ των χωρών. Οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου απέτυχαν να καταλάβουν ότι «μία χώρα μπορεί να πλουτίζει σε βάρος της άλλης".
Στην ερώτηση, «τι είναι το ελεύθερο εμπόριο υπό την παρούσα κατάσταση της κοινωνίας;", η απάντηση του Μαρξ ήταν: "Είναι η ελευθερία που έχει το κεφάλαιο να συντρίψει τον εργαζόμενο”.
Ο Μαρξ υποστήριξε:. "Όταν έχετε ανατρέψει τα λίγα εθνικά εμπόδια που εξακολουθούν να περιορίζουν την πρόοδο του κεφαλαίου, του έχετε απλώς δώσει έτσι πλήρη ελευθερία δράσης. Όσο αφήνετε τη σχέση της μισθωτής εργασίας προς το κεφάλαιο να υπάρχει, δεν έχει σημασία το πόσο ευνοϊκές είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η ανταλλαγή των εμπορευμάτων, πάντα θα υπάρχει μια τάξη η οποία θα εκμεταλλεύεται και μια τάξη που θα την εκμεταλλεύονται. "
Και πρόσθεσε: “Όλα τα καταστρεπτικά φαινόμενα τα οποία προκαλεί ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός στο εσωτερικό μιας χώρας, αναπαράγονται σε πιο γιγαντιαίες διαστάσεις στην παγκόσμια αγορά."
Ωστόσο, ο Μαρξ έκλεισε την ομιλία του με την ακόλουθη δήλωση: "Αλλά, σε γενικές γραμμές, το σύστημα προστασίας των ημερών μας είναι συντηρητικό, ενώ το σύστημα ελεύθερου εμπορίου είναι καταστροφικό. Διασπά παλιές εθνότητες και εξωθεί τον ανταγωνισμό του προλεταριάτου και της αστικής τάξης στο πιο ακραίο του σημείο. Με μια λέξη, το σύστημα ελεύθερου εμπορίου επιταχύνει την κοινωνική επανάσταση. Είναι με αυτή την επαναστατική έννοια και μόνο, κύριοι, που ψηφίζω υπέρ του ελεύθερου εμπορίου. "
Είναι προφανές πως ο Μαρξ δεν τάχθηκε υπέρ του ελεύθερου εμπορίου κυριολεκτικά. "Ψήφιζε" μεταφορικά, υποστηρίζοντας ότι μεταξύ των δύο κακών καπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων, του ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού, το ελεύθερο εμπόριο είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα να ασκεί πίεση και να παροξύνει όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού αναπτύσσοντας τον αντίθετο στο κεφάλαιο πόλο της εργατικής τάξης.
Τα επιχειρήματα του Μαρξ για τον προστατευτισμό είχαν διατυπωθεί κρυφά στην ομιλία του 1848, όπου είπε: "Το να επιβαρύνουμε το ξένο καλαμπόκι με προστατευτικούς δασμούς είναι επαίσχυντο, αφού είναι σαν να κερδοσκοπούμε σε βάρος της πείνας του λαού”.
Ο Μαρξ είχε παρακολουθήσει ένα συνέδριο για το ελεύθερο εμπόριο στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο 1847 για το οποίο είχε ετοιμάσει μια ομιλία (που ποτέ δεν παραδόθηκε). Ο Ένγκελς έγραψε έναν απολογισμό της διάσκεψης, στον οποίο συνοψίζει την άποψη του Μαρξ περιλαμβάνοντας και ένα κομμάτι από την ομιλία που ασχολείται με τον προστατευτισμό
(«Οι οπαδοί του προστατευτισμού, του Ελεύθερου Εμπορίου και η εργατική τάξη, MECW 6, σ. 279 ή http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/09/23.htm).
Ο Μαρξ υποστήριξε, πρώτον, ότι: :”Εάν αυτοί [οι οπαδοί του προστατευτισμού] μιλούν συνειδητά και ανοιχτά προς την εργατική τάξη, τότε θα συνοψίζουν τη φιλανθρωπία τους, με τα παρακάτω λόγια:. Είναι καλύτερα να είναι κανείς αντικείμενο εκμετάλλευσης κάποιου συντοπίτη/συμπατριώτη, παρά των ξένων"
Επίσης επέκρινε τους οπαδούς του προστατευτισμού, λέγοντας ότι στην καλύτερη περίπτωση είναι υπερασπιστές της καθεστηκυίας τάξης. Έγραψε: "η διατήρηση της σημερινής κατάστασης πραγμάτων είναι κατά συνέπεια το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορεί να πετύχει ο προστατευτισμός υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Πράγμα καλό, αλλά το πρόβλημα για την εργατική τάξη δεν είναι να διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση πραγμάτων, αλλά το πώς θα την μετατρέψει στο αντίθετό της."
Περαιτέρω: "Το σύστημα των προστατευτικών δασμών θέτει στα χέρια του κεφαλαίου μιας χώρας, τα όπλα που του επιτρέπουν να αψηφά το κεφάλαιο των άλλων χωρών. Αυξάνει τη δύναμη αυτού του κεφαλαίου σε αντίθεση με το ξένο κεφάλαιο, και την ίδια στιγμή αυταπατάται ότι τα ίδια αυτά μέσα θα καταστήσουν το ίδιο κεφάλαιο μικρό και αδύναμο έναντι της εργατικής τάξης. "
Οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνώρισαν επίσης το γεγονός ότι οι προηγμένες δυνάμεις προστάτευσαν τις νεοσύστατες βιομηχανίες τους κατά τα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης. Προπορευόμενες των επιχειρημάτων των υποστηρικτών του προστατευτισμού κατά 150 χρόνια, παραδέχτηκαν τη δίκαιη απαίτηση των νέων βιομηχανικών δυνάμεων να προστατεύσουν τις νεοσύστατες βιομηχανίες τους. Μόνον αυτή η προστασία είτε θα γίνει τρόπος να φέρει τη νέα βιομηχανική δύναμη στην ελευθερία των συναλλαγών ή θα μεταλλαχθεί σε καθεστώς συντηρητικής προστασίας.
Ο Ένγκελς, ωστόσο, υποστήριξε ότι «η εργατική τάξη έχει συμφέρον σε οτιδήποτε βοηθά την αστική τάξη σε μια απρόσκοπτη διακυβέρνηση», αφού «μόνο όταν το πεδίο της μάχης έχει καθαρίσει απ’ όλα τα περιττά εμπόδια» θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στην εργατική τάξη και την καπιταλιστική τάξη.
Επανέλαβε, δε, ότι αυτοί «που υποστηρίζουν το σύστημα προστασίας ποτέ δεν παραλείπουν να πιέσουν την ευημερία της εργατικής τάξης. Οι πιο ευφυείς μεταξύ των (εργαζόμενων) γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό είναι μια μάταιη αυταπάτη. Είτε επικρατούν οι προστατευτικοί δασμοί, ή το ελεύθερο εμπόριο, ή ένα μείγμα μεταξύ των δύο, ο εργαζόμενος δεν θα λάβει κανένα μεγαλύτερο μισθό για την εργασία του πέρα από ό, τι ακριβώς θα αρκεί για την πενιχρή συντήρηση του ».
Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1840 και τη δεκαετία του 1880, οι Μαρξ και Ένγκελς συνέχισαν να αποκαλύπτουν την υποκρισία των συνηγόρων και των δύο πολιτικών της προστασίας και του ελεύθερου εμπορίου, και να διαβεβαιώνουν για τα ύψιστα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Όμως, οι Μαρξ και Ένγκελς διατήρησαν τον σκεπτικισμό τους για τον προστατευτισμό. Συμβούλεψαν μάλιστα σχετικά τους υποστηρικτές τους στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με συνέπεια στο συνέδριο του SPD που πραγματοποιήθηκε στο Gotha το 1876, το κόμμα πέρασε ένα ψήφισμα που ανέφερε τα εξής:. "Οι σοσιαλιστές της Γερμανίας δεν ενδιαφέρονται για τον αγώνα μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού που έχει προκύψει μέσα από τις γραμμές των ιδιοκτητριών τάξεων. Πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα σκοπιμότητας, που θα αποφασιστεί σε κάθε περίπτωση αναλόγως των συνθηκών: τα προβλήματα των εργαζόμενων τάξεων έχουν τη ρίζα τους στις γενικότερες οικονομικές συνθήκες στο σύνολό τους ". (Αύγουστος Μπέμπελ, ‘Η ζωή μου’, 1912, σ.301)
Επίσης συμβούλεψαν τους εκπρόσωπους του SPD στο Κοινοβούλιο να απόσχουν ή να ψηφίσουν κατά μέτρων όπως οι προστατευτικοί δασμοί. Το 1879, ο Ένγκελς έγραφε στον Αύγουστο Μπέμπελ:; «Στην περίπτωση όλων των άλλων οικονομικών ζητημάτων όπως οι προστατευτικοί δασμοί, οι Σοσιαλδημοκράτες βουλευτές οφείλουν να τηρούν πάντα τη ζωτική αρχή να μην ενδίδουν σε τίποτα που αυξάνει τη δύναμη της κυβέρνησης έναντι του λαού. Και αυτό γίνεται ακόμα πιο εύκολη υπόθεση από το γεγονός ότι τα συναισθήματα μέσα το ίδιο το κόμμα θα είναι, φυσικά, πάντα μοιρασμένα σε τέτοιες περιπτώσεις και, επομένως αυτόματα επιστρατεύεται η αποχή, που είναι μια αρνητική στάση». (MECW 45, σ.423)
Μετά τον θάνατο του Μαρξ το 1883, ο Ένγκελς δημοσίευσε ένα φυλλάδιο το 1888, για το ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου το 1888, το οποίο περιλάμβανε τα βασικά άρθρα και ομιλίες από το 1840, καθώς και μια νέα εισαγωγή που ανέλυε τις εξελίξεις κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Είναι σαφές από την εισαγωγή ότι η βασική στάση του παρέμεινε ίδια με αυτή που μοιράστηκε με τον Μαρξ. (MECW τόμος 26, σ.521)
Ο Ένγκελς έγραφε: «Το ζήτημα των Ελεύθερων Συναλλαγών ή του Προστατευτισμού κινείται αποκλειστικά εντός των ορίων του σημερινού συστήματος της καπιταλιστικής παραγωγής, και ως εκ τούτου, δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον για εμάς τους σοσιαλιστές που θέλουμε να καταργήσουμε το σύστημα αυτό.»
Αλλά πρόσθεσε: «Εμμέσως, όμως, [το ελεύθερο εμπόριο] μας ενδιαφέρει στο βαθμό που οφείλουμε να επιθυμούμε όπως το σημερινό σύστημα παραγωγής να αναπτυχθεί και να επεκταθεί όσο πιο ελεύθερα και συντομότερα γίνεται: γιατί μαζί του θα αναπτύξει επίσης εκείνα τα οικονομικά φαινόμενα που είναι αναγκαίες του συνέπειες και τα οποία θα καταστρέψουν ολόκληρο το σύστημα. Από την σκοπιά αυτή, πριν από 40 χρόνια ο Μαρξ τάχθηκε, κατ 'αρχήν, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου ως του πιο προοδευτικού σχεδίου, και συνεπώς του σχεδίου αυτού που θα φέρει το συντομότερο σε αδιέξοδο την καπιταλιστική κοινωνία.»
Ο Ένγκελς αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της εισαγωγής του στην αντιμετώπιση του ζητήματος του προστατευτισμού. Πρώτον επανέλαβε το επιχείρημα ότι όλες οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες είχαν προστατέψει τις βιομηχανίες τους στην παιδική ηλικία τους. Έγραψε: «Ήταν κάτω από την ενίσχυση της πτέρυγας του προστατευτισμού που το σύστημα της σύγχρονης βιομηχανίας - η παραγωγή από ατμοκίνητες μηχανές - εκκολάφτηκε και αναπτύχθηκε στην Αγγλία κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα».
Ωστόσο, ο Ένγκελς ήταν σκεπτικός για το αν οι προστατευτικοί δασμοί θα μπορούσαν να επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Υποστήριξε:.. "Ο προστατευτισμός είναι στην καλύτερη περίπτωση μία ατέλειωτη βίδα και ποτέ δεν ξέρεις πότε έχεις ξεμπερδέψεις μαζί της. Προστατεύοντας έναν κλάδο, άμεσα ή έμμεσα βλάπτεις όλους τους άλλους και κατά συνέπεια πρέπει να τους προστατέψεις και αυτούς. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ζημιώνεις πάλι τη βιομηχανία που αρχικά προστάτεψες και πρέπει να την αποζημιώσεις. Αλλά η αποζημίωση αυτή ζημιώνει, όπως και προηγουμένως, όλες τις άλλες συναλλαγές και κλάδους που πρέπει επίσης να αποκατασταθούν, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον ».
Ο Ένγκελς εισήγαγε δύο άλλα σημαντικά επιχειρήματα. Κατ 'αρχάς, γελοιοποίησε τους προστατευτικούς δασμούς της ρωσικής κυβέρνησης που δήθεν στόχευαν στο να καταστεί αυτή «μια εντελώς αυτοτροφοδοτούμενη χώρα, μην έχοντας πλέον ανάγκη να εισάγει από το εξωτερικό ούτε φαγητό, ούτε πρώτες ύλες, ούτε βιομηχανικά είδη, ούτε άλλα τεχνουργήματα». Με λόγια ανάλογα με όσα ταίριαζαν στις κατοπινότερες τρέλες του Στάλιν, επέσυρε τη χλεύη σε όσους «πιστεύουν σε αυτό το όραμα μιας Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αυτοδύναμης και απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο».
Δεύτερον, ο Ένγκελς ήταν οξύτατα επικριτικός στην μεγάλη δύναμη του προστατευτισμού - «το χειρότερο από όλα» όπως έλεγε - που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1870 στη Γερμανία και την Αγγλία συχνά υπό το σύνθημα του «δίκαιου εμπορίου». Στην Αγγλία, οι Συντηρητικοί είχαν βοηθήσει να δημιουργηθεί η Εθνική Λίγκα του Δίκαιου Εμπορίου στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Για τον Ένγκελς ήταν σαφές ότι ένας τέτοιος προστατευτισμός ήταν αντιδραστικός, μόνο δημιουργώντας περιχαρακώσεις και «τραστ» υπέρ των εθνικών κεφαλαίων, όπως ακριβώς οι γερμανοί μεγιστάνες της χαλυβουργίας και η Standard Oil Company των ΗΠΑ. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 είχε πλέον ξεκαθαρίσει πως η προστασία δεν ήταν απαραίτητη για τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Ο Ένγκελς συνοψίζει το δίλημμα που αντιμετωπίζουν άλλες χώρες, όπου μια δύναμη - στην προκειμένη περίπτωση η Βρετανική - κυριάρχησε στο παγκόσμιο εμπόριο. Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 1892 προς τον Νικολάι Danielson, έγραψε: «Κατά την άποψή μου, αυτή η καθολική επαναφορά των προστατευτικών δασμών δεν είναι ένα απλό ατύχημα αλλά η αντίδραση κατά του αφόρητου βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας. Η μορφή την οποία αυτή η αντίδραση παίρνει, όπως είπα και άλλοτε, μπορεί να είναι εσφαλμένη, ανεπαρκής ή και ακόμα χειρότερα, αλλά ιστορική της αναγκαιότητα μου φαίνεται αρκετά σαφής και προφανής.» (MECW 49, σ.442-443)
Συνοψίζοντας, ο Ένγκελς διατήρησε και ανάπτυξε τη θέση που αυτός και ο Μαρξ είχαν καθορίσει για περισσότερα από 40 χρόνια - την άρνησή τους να δεσμευτούν από τις παραμέτρους της αστικής πολιτικής, και την επιδίωξή τους να προσανατολίσουν την εργατική τάξη να τηρήσει μια ανεξάρτητη στάση.
Οι μεταγενέστεροι μαρξιστές υιοθέτησαν την προσέγγιση του Μαρξ και του Ένγκελς. Για παράδειγμα, το 1894 ο Λένιν έγραψε: «Αν και τονίζουν πρωτίστως και κατηγορηματικά ότι το πρόβλημα του ελεύθερου εμπορίου και της προστασίας είναι ένα καπιταλιστικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα της αστικής πολιτικής, οι Ρώσοι μαρξιστές πρέπει να στηρίξουν το ελεύθερο εμπόριο, δεδομένου ότι ο αντιδραστικός χαρακτήρας της προστασίας, η οποία καθυστερεί την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, και εξυπηρετεί τα συμφέροντα όχι του συνόλου της αστικής τάξης, αλλά μόνο μιας χούφτας παντοδύναμων μεγιστάνων, είναι πολύ έντονα εμφανής στη Ρωσία, και λαμβανομένου υπόψη ότι το ελεύθερο εμπόριο σημαίνει επιτάχυνση της διαδικασίας που παράγει τα μέσα της απελευθέρωσης από τον καπιταλισμό.» (‘Το οικονομικό περιεχόμενο της Narodism’, 1894, CW τόμος 1, σ.436 ή http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1894/narodniks/index.htm)
Ο Ρούντολφ Χίλφερτινγκ, στο βιβλίο του ‘Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο’ (1910), έγραψε: «Το προλεταριάτο, αποφεύγει το αστικό δίλημμα - προστατευτισμός ή ελεύθερο εμπόριο - με μια λύση δική του. Ούτε προστατευτισμός ούτε ελεύθερο εμπόριο, αλλά ο σοσιαλισμός, η οργάνωση της παραγωγής, ο συνειδητός έλεγχος της οικονομίας όχι από και προς όφελος των καπιταλιστών μεγιστάνων αλλά για την κοινωνία στο σύνολό της.» (1981, σ.366)
Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς, ο Χίλφερτινγκ αναγνώρισε ότι το ελεύθερο εμπόριο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη. «Δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία, επομένως, ότι σε ένα προχωρημένο στάδιο της καπιταλιστικής παραγωγής, το ελεύθερο εμπόριο το οποίο προορίζεται να συγχωνεύσει το σύνολο της παγκόσμιας αγοράς σε μια ενιαία οικονομική επικράτεια, θα εξασφαλίσει την υψηλότερη δυνατή παραγωγικότητα της εργασίας και τον πλέον ορθολογικό διεθνή καταμερισμό της εργασίας." (1981, σ.311)
Ωστόσο, ο Χίλφερτινγκ πίστευε πως η εποχή του ελεύθερου εμπορίου είχε περάσει και είχε αντικατασταθεί από την εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και του προστατευτισμού, της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων και τον πόλεμο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, γράφοντας το 1913 το ’Η συσσώρευση του κεφαλαίου’, υποστήριξε ότι η περίοδος των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών ήταν "απλά μια περαστική φάση στην ιστορία της καπιταλιστικής συσσώρευσης».(2003, σ.430)
Ο Λένιν στο βιβλίο του ‘Ο ιμπεριαλισμός’ (1916) έκανε την ίδια παρατήρηση. Έγραψε: «Η Αγγλία έγινε μια καπιταλιστική χώρα πριν από κάθε άλλη, και μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, έχοντας υιοθετήσει το ελεύθερο εμπόριο, ισχυρίστηκε ότι ήταν το ‘εργαστήρι του κόσμου’, προμηθευτής βιομηχανικών αγαθών σε όλες τις χώρες, οι οποίες σε αντάλλαγμα . όφειλαν να της παρέχουν τις πρώτες ύλες. Όμως, στο τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, αυτό το μονοπώλιο είχε ήδη υπονομευθεί. Γιατί άλλες χώρες, που φρόντισαν να προφυλάξουν τους εαυτούς τους με προστατευτικούς δασμούς, εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητα καπιταλιστικά κράτη ». (CW τόμος 22, σ.241 ή http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1916/imp-hsc/index.htm)
Ο Λένιν, επίσης, ανέφερε τον Χίλφερτινγκ επιδοκιμαστικά, ότι «η απάντηση του προλεταριάτου για την οικονομική πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου, στον ιμπεριαλισμό, δεν μπορεί να είναι το ελεύθερο εμπόριο, αλλά ο σοσιαλισμός. Ο στόχος της προλεταριακής πολιτικής δεν μπορεί σήμερα να είναι το ιδανικό της αποκατάστασης του ελεύθερου ανταγωνισμού - το οποίο έχει πλέον γίνει αντιδραστικό ιδανικό -. αλλά η πλήρης εξάλειψη του ανταγωνισμού με την κατάργηση του καπιταλισμού» (‘Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο’, 1981, σ.366, CW τόμος 22, σ.289)
Εξίσου σημαντική ήταν η στάση του Τρότσκι απέναντι στον προστατευτισμό, την οποία συνόψισε ξεκάθαρα, στο άρθρο, ‘Αφοπλισμός και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης’ (Οκτώβριος 1929 ή ) όπου έγραψε: «Οι δασμολογικοί φραγμοί έχουν ανεγερθεί ακριβώς επειδή είναι κερδοφόροι και απαραίτητοι σε μια εθνική αστική τάξη σε βάρος μιας άλλης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτοί επενεργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθυστερεί η ανάπτυξη της οικονομίας στο σύνολό της.» (http://www.marxists.org/archive/trotsky/1929/10/disarm.htm).
Στο ίδιο άρθρο ο Τρότσκι εξηγεί αναλυτικά γιατί ο καπιταλισμός στις ΗΠΑ και την Ευρώπη έχει αναπτύξει τόσο πολύ τις παραγωγικές δυνάμεις που ξεπερνούν τα όρια του εθνικού κράτους και επιζητούν την ολοκλήρωσή τους σε ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο. Και πως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (σύνθημα που είχε ασπασθεί η Τρίτη Διεθνής πριν κυριαρχήσει ο σταλινισμός και το διαγράψει από την ατζέντα του χάριν του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα») αποτελούσαν ένα στόχο προοδευτικό που όφειλε να στηρίξει το εργατικό κίνημα με την δική του επιδίωξη και στόχευση των Σοσιαλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως ενδιάμεσης μορφής στην πορεία πραγμάτωσης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.
ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ 'Η ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ;
Αυτή η θεώρηση σε μεγάλο βαθμό ξεχάστηκε με την άνοδο του σταλινισμού. Πολλά από όσα καταγράφηκαν σαν «μαρξισμός» τα τελευταία 70 χρόνια δεν ήταν κάτι παραπάνω από μία σταλινική διατύπωση για τον προστατευτισμό, με την αυτάρκεια να ασκείται από την ΕΣΣΔ σε απομόνωση από τη διεθνή αγορά και να προβάλλεται ως πρότυπο. Αυτό ήταν το ακριβώς αντίθετο της αρχικής μαρξιστικής προσέγγισης.
Βεβαίως, δεν μπορούμε απλώς να σχεδιάζουμε τη στάση μας σήμερα αντιγράφοντας τις απόψεις των προηγούμενων μαρξιστών. Αν μη τι άλλο, μας δίδαξαν να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα καθαρά και να μελετάμε τον κόσμο όπως είναι. Ο χρόνος τους διαφέρει πολύ από τον δικό μας. Όμως η μέθοδος προσέγγισης διλημμάτων όπως πχ αυτού που τίθεται σήμερα με τη μορφή του «μέσα σε μία νομισματική ζώνη ελεύθερων εμπορικών και κεφαλαιακών συναλλαγών όπως αυτή του ευρώ ή έξω από αυτήν σε μία κατεύθυνση προστατευμένης εθνικής οικονομίας» δεν έχει μεταβληθεί.
Το γενικό πνεύμα των προειδοποιήσεων των μαρξιστών της τελευταίας 100ετίας έναντι οποιασδήποτε πολιτικής της εργατικής τάξης επικεντρώνεται στην αποκατάσταση σήμερα ενός υποτιθέμενου μαλακότερου καπιταλισμού του χτες – για παράδειγμα του καπιταλισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έναντι του μονοπωλιακού καπιταλισμού του ύστερου ιμπεριαλισμού - μας προειδοποιεί ενάντια στις πολιτικές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση ενός ξεπερασμένου, ηπιότερου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη προστασία, δασμούς και εθνικούς φραγμούς.
Ασφαλώς η εργατική τάξη χρειάζεται να ασκήσει μια δριμεία κριτική αυτού που υπάρχει. Ακριβώς όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέκριναν τόσο τους υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου όσο και του προστατευτισμού της εποχής τους, έτσι κι εμείς θα πρέπει να επικρίνουμε, αφενός, τον «ιμπεριαλισμό του ελεύθερου εμπορίου» των ΗΠΑ και όλης της Δύσης. Από την άλλη, όμως, δεν πρέπει να ενδώσουμε στις σειρήνες αυτών που επικαλούνται τις άνισες σχέσεις ανταλλαγής μέσα στην Ευρωζώνη ως αιτία όλων των δεινών προτείνοντας συνακόλουθα ως λύση-σωτηρία την έξοδο από αυτήν και την επιστροφή σε μία εθνικά προστατευμένη, αυτοδύναμη και γι’ αυτό περήφανη ανάπτυξη. Αυτοί εκπροσωπούν τους σύγχρονους οπαδούς του ‘δίκαιου εμπορίου’ που είχε επικρίνει ο Μαρξ. Γιατί οι ιδέες τους έχουν πολλά κοινά με τον «σοσιαλισμό της δίκαιης ανταλλαγής", που προωθήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Προυντόν και άλλους. Αυτοί νόμιζαν ότι η κοινωνική ισότητα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με τον επανακαθορισμό των κανόνων της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς προκειμένου αυτοί να ευθυγραμμιστούν με τις θεωρητικές αξιώσεις τους περί ισότητας και δικαιοσύνης. Ο Μαρξ ξεφύσηξε: "Το να αξιώνουν ίση ή έστω ισότιμη αναδιανομή με βάση το σύστημα της μισθωτής εργασίας, είναι το ίδιο σαν να αξιώνουν την ελευθερία, με βάση το σύστημα της δουλείας".
Η εργατική τάξη χρειάζεται μια ανεξάρτητη πολιτική - δεν πρέπει να δεσμεύεται από τις δύο αστικές πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να διαλέγουν την πλευρά του "δικού τους" εθνικού κεφαλαίου για προστασία, ούτε του κοσμοπολίτικου κεφαλαίου για ελεύθερο εμπόριο. Καμία από αυτές τις πολιτικές τελικά δεν θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και καμία δεν θα απομακρύνει το γεγονός της εκμετάλλευσης που βρίσκεται στη ρίζα της μισθωτής εργασίας.
Όμως, οι μαρξιστές ευνοούν το ελεύθερο εμπόριο, διότι επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού, κυρίως με τη δημιουργία των ίδιων των νεκροθαφτών του, την εργατική τάξη.
Όπως εξηγεί ο μαρξιστής Paul Hampton «στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών ο εργατικός πληθυσμός στις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες αυξήθηκε περισσότερο από 8 φορές. Αυτό σημαίνει ότι για τους εργαζομένους, ο δρόμος προς την αυτό-χειραφέτηση περνά μέσα από την προώθηση της παγκοσμιοποίησης, όχι μέσα από την αντιστροφή της.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν το ΔΝΤ, τον ΠΟΕ και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές; Όχι, βεβαίως ! Είμαστε αντίθετοι με τη διαρθρωτική προσαρμογή τους και με τις φαινομενικές πολιτικές απελευθέρωσης του εμπορίου, ακριβώς επειδή είναι η εργατική τάξη που υποφέρει και οι καπιταλιστές που επωφελούνται από αυτές. Όμως, κατανοούμε επίσης ότι η κατάργησή τους δεν είναι πανάκεια – το κεφάλαιο θα συνέχιζε την καθημερινή καταστροφή του, και ίσως το έκανε ακόμη χειρότερα εάν οι θεσμοί αυτοί καταστρέφονταν.
Υποθετικά ακραία αιτήματα όπως το “όχι στο ευρώ" δεν έχουν κάτω από τη μαχητική ρητορεία τους κανένα άλλο περιεχόμενο πέρα από τις παλιές, αναξιόπιστες, εθνικο-καπιταλιστικές πολιτικές του παρελθόντος.»
Το να υποστηρίζει κανείς πως το καθήκον μας είναι να "αποκαταστήσουμε το κράτος" το οποίο κινδυνεύει να κατακλυστεί από ξένες εταιρείες και διεθνείς οργανισμούς, σημαίνει πως έχουμε θεμελιωδώς παρεξηγήσει τον εχθρό μας.
Το να υποστηρίζουμε τον μικρής κλίμακας, τοπικό ή εθνικό καπιταλισμό ενάντια στις πολυεθνικές - ρητά ή σιωπηρά - σημαίνει να κοιτάμε προς τα πίσω αντί προς τα εμπρός. Πολύ συχνά, αυτό σημαίνει πως υποστηρίζουμε τον οπισθοδρομικό, πιο ωμά εκμεταλλευτικό, και πιο τσιγγούνη ή αδηφάγο καπιταλισμό εναντίον εκείνο του οποίου η μεγάλη κλίμακα δραστηριοτήτων τουλάχιστον δημιουργεί μια καλύτερη βάση για την μεγάλης κλίμακας οργάνωση των εργαζομένων.
Ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχος των πολυεθνικών απαιτεί περισσότερα από μία απλή εθνικοποίηση (δηλαδή, σε μία χώρα). Απαιτεί παγκόσμιο έλεγχο. Αλλά το γεγονός ότι τόσο λίγες πολυεθνικές πλέον κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία καθιστά τον παγκόσμιο σοσιαλιστικό σχεδιασμό πιο προσιτό και εφικτό από κάθε άλλη φορά - αρκεί μόνο να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα επίπεδο διεθνούς εργατικής οργάνωσης και αλληλεγγύης τόσο εκτεταμένες όσο η παγκόσμια διασύνδεση του κεφαλαίου.
Στην κρίση του χρέους της Ελλάδας και άλλων χωρών πρέπει να προτάξουμε ως λύση τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (ομοσπονδιοποίηση) που είτε θα διαγράψουν είτε θα επωμιστούν μεγάλο μέρος αυτού και να παλέψουμε για τον εκδημοκρατισμό και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τους. Η δύναμη των ελλήνων εργαζομένων βρίσκεται στην ενότητα με τους άλλους ευρωπαίους εργαζόμενους, όχι στο μικροαστικό εθνικό κεφάλαιο.
Η ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία δεν υπήρξε τόσο γενικευμένη κρίση (οικονομική, ενεργειακή, διατροφική, κοινωνική, περιβαλλοντική, ψυχολογική, πολιτική). Ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού οι αντιφάσεις και οι ανισορροπίες του συστήματος δεν οξύνθηκαν τόσο πολύ σε πλανητικό επίπεδο. Ποτέ άλλοτε το δίλημμα δεν ήταν όχι «σοσιαλισμός ή καπιταλισμός», ούτε «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», αλλά «σοσιαλισμός ή αφανισμός»! Καμία διάθεση σκόπιμης και τεχνητής δραματοποίησης της κατάστασης του ανθρώπινου πολιτισμού. Με την παγκοσμιοποίηση και τη κρίση της, όλες οι παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος (άναρχη ανάπτυξη και αστικοποίηση, κοινωνικές ανισότητες και φτώχεια, εργασιακός ανταγωνισμός και κλιμακούμενη ανεργία, ένοπλες συγκρούσεις και εγκληματική βία, πυρηνικά εργοστάσια και εξοπλισμοί, περιβαλλοντική καταστροφή και κλιματική αλλαγή, εξάντληση και διάβρωση φυσικών πόρων, δημογραφική επέκταση και μεταναστευτικά ρεύματα, ατομική αποξένωση και ψυχολογική κατάθλιψη) πήραν πλανητικές διαστάσεις απειλώντας τη ζωή με Αρμαγεδδώνα. Στον 21ο αιώνα διακυβεύεται η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Και από τη στάση του κινήματος των εργαζομένων θα εξαρτηθεί η έκβαση του αγώνα να υπάρξει μέλλον για την ανθρωπότητα.
Στους πιο οξυδερκείς παρατηρητές των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων και της ταξικής πάλης πρέπει να έχει γίνει αντιληπτό πλέον ότι η κρίση στην οποία τυπικά εισήλθε η παγκόσμια οικονομία το 2008 με τη χρηματοπιστωτική της μορφή (σε ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΕ) για να μεταφερθεί ακολούθως στο δημοσιονομικό σκέλος της (σ’ όλη η Δύση) και να απλωθεί κοινωνικά και πολιτικά στη Β. Αφρική, Μ. Ανατολή και τον Ευρωπαϊκό ‘Νότο’, τείνει σήμερα να επιστρέψει δριμύτερη στον χρηματοπιστωτικό τομέα εν μέσω μίας νέας παγκόσμιας οικονομικής Ύφεσης χειρότερης από την επονομασθείσα Μεγάλη Ύφεση του μεσοπολέμου έναν αιώνα περίπου πριν. Εφεξής στην ατζέντα της ιστορίας θα είναι οι χρεοκοπίες, ο προστατευτισμός, οι νομισματικοί και εμπορικοί πόλεμοι, οι ένοπλες περιφερειακές συγκρούσεις, οι επαναστάσεις και οι αντεπαναστάσεις. Με ταχείς ρυθμούς στήνεται ένα σκηνικό επανάληψης της τραγωδίας του α’ μισού του 20ου αιώνα σε πολύ υψηλότερο – λόγω παγκοσμιοποίησης και επέκτασης εξοπλισμών – και μάλλον ολικά καταστροφικό επίπεδο.
Οι εκτιμήσεις αυτές για το που οδεύει ο Κόσμος αναδεικνύουν το τεράστιο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης και του Σοσιαλιστικού κινήματος να οργανωθεί και να προσφέρει τις δικές του ταξικά αυτόνομες, κοινωνικά ενωτικές και πολιτικά επαναστατικές λύσεις στα χρόνια αδιέξοδα και τις καταστροφικές συγκρούσεις στις οποίες διολισθαίνει ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός πατώντας στα κεφάλια και τις πλάτες των εργαζομένων.
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ «ΕΘΝΟΛΑΪΚΙΣΜΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΤΟΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ε.
Ο μεγάλος, ωστόσο, κίνδυνος – όπως η ιστορία έχει ήδη δείξει – για το εργατικό κίνημα που σήμερα αφυπνίζεται, διεκδικεί και αγωνίζεται διεθνώς, είναι να πέσει θύμα των σειρήνων του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Με συνέπεια, αντί να αξιοποιήσει τις συνθήκες παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, η οποία έφερε πολύ κοντύτερα τους εργαζομένους των διαφόρων εθνικών οικονομιών και κρατών, για να συγκροτήσει πάνω στα κοινά προβλήματα, συμφέροντα και διεκδικήσεις ένα ταξικά ενιαίο και διεθνιστικά οργανωμένο σοσιαλιστικό κίνημα με κοινούς μεταβατικούς στόχους πάλης ικανούς να οδηγήσουν στην κοινωνική ρήξη και αλλαγή, να συστρατευθεί με το μικρομεσαίο αστικό κεφάλαιο σε μία προσπάθεια εθνικής οικονομικής αναδίπλωσης με ανάκτηση της ανεξαρτησίας και των μέσων οικονομικής πολιτικής του εθνικού κράτους και με στόχο τη προστασία της τοπικής οικονομίας και την αυτοδύναμη ανάπτυξή της.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, στην οποία η οικονομική κρίση έχει φέρει τη χώρα σε μία άτυπη χρεοκοπία και στην οποία η μικροαστική κοινωνική σύνθεση είναι συγκριτικά εντονότερη, το ρεύμα του αριστερού εθνολαϊκισμού κερδίζει συνεχώς έδαφος εξαιτίας της πλήρους παράδοσης του ΠΑΣΟΚ στην νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης και της αδυναμίας της παραδοσιακής Αριστεράς να εκφέρει εναλλακτική λύση. Ο αριστερός εθνολαϊκισμός θεωρεί πως υπάρχει επιβολή νεοαποικιακού καθεστώτος στην χώρα από την ΕΕ και μιλάει για την ανάγκη «νέου ΕΑΜ», ενώ με αφορμή το αίτημα άρνησης και διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους θέτει ευθέως ζήτημα στάσης πληρωμών, εξόδου από την Ευρωζώνη και την ΕΕ με επιστροφή και υποτίμηση της δραχμής, κρατικοποίηση τραπεζών, έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων και εξωτερικού εμπορίου, φιλολαϊκή φορολογική και μισθολογική πολιτική, άσκηση προστατευτικής βιομηχανικής πολιτικής και νέες διακρατικές συνεργασίες με Κίνα, Ρωσία κλπ. Υπόσχεται, δηλαδή μία κεϋνσιανή πολιτική μετάβασης σε έναν εθνικά αυτόνομο κρατικό καπιταλισμό που θεωρεί ότι μπορεί με την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών υπέρ των δυνάμεων της εργασίας να οδηγήσει αργότερα και στον σοσιαλισμό.
Πρόκειται περί χίμαιρας όπως έχει καταδείξει η ιστορία των εθνικών και κοινωνικών επαναστάσεων όλου του 20ου αιώνα που περιορίσθηκαν και απομονώθηκαν στο πεδίο της εθνικής οικονομίας για να παλινδρομήσουν τελικά στον καπιταλισμό. Μίας χίμαιρας που, είτε συνειδητά είτε όχι, τείνει να αναπαράξει την σταλινική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα», η οποία με τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό των μεταβατικών εργατικών κρατών που προέκυψαν και την τελική απορρόφησή τους από τον παγκόσμιο καπιταλισμό κατέστρεψε την διεθνιστική οργάνωση των σοσιαλιστικών δυνάμεων και δυσφήμισε την σοσιαλιστική ιδέα ως συνώνυμο του σταλινισμού. Εκεί που ο μαρξισμός θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνον πάνω στη βάση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από τον καπιταλισμό (βλ παγκοσμιοποίηση, διεθνής καταμερισμός εργασίας και περιφερειακή οργάνωση οικονομιών όπως η ΕΕ), οι νοσταλγοί της δραχμής παραπέμπουν σε μία αντιευρωπαϊκή λογική εθνικής ανοικοδόμησης με σοσιαλιστική υποτίθεται προοπτική. Η λογική τους είναι αντιευρωπαϊκή γιατί ακολουθώντας τον εθνικό δρόμο για την οικονομική ανάπτυξη (α’ στάδιο) και τον σοσιαλισμό (β’ στάδιο) διασπά τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης προσδένοντάς τις στα εθνικά κράτη, στην ουτοπία της αυτόνομης ανάπτυξης με προστατευτισμό, καθώς και στα συγκρουόμενα συμφέροντα κάθε εθνικής αστικής. Με άλλα λόγια φέρνοντας αντιμέτωπες τις επιμέρους εθνικές μερίδες του κεφαλαίου, οδηγεί σε σύγκρουση μεταξύ τους και τους εργαζόμενους κάθε χώρας. Σε αυτή την υλική βάση αναπτύσσεται ο εθνικισμός που αποτελεί την πρώτη ύλη του πολέμου. Προτάσσοντας την εθνική ανεξαρτησία, διαγράφεται έτσι ο εργατικός διεθνισμός.
Το πόσο εσφαλμένα εθνοκεντρική είναι η προσέγγιση των υποστηρικτών της εξόδου από την Ευρωζώνη μαρτυρά τόσο η εκ μέρους τους απόδοση της ελληνικής κρίσης (με τα ελλείμματα ανταγωνιστικότητας, εμπορίου, δημοσίου και την υπερχρέωση) πρωτίστως στην ‘αρχιτεκτονική του ευρώ’, όσο και αδυναμία κατανόησης ότι η κρίση του χρέους και οι πολιτικές λιτότητας της αστικής τάξης σαρώνουν, αν και με διαφορά χρόνου και έντασης, σήμερα όλα τα μήκη και πλάτη του αναπτυγμένου κόσμου. Σε μία περίοδο που οι ταξικές πολιτικές λιτότητας που άλλοτε υπαγόρευε το ΔΝΤ στις αναπτυσσόμενες προβληματικές οικονομίες (βλ μείωση ρόλου δημόσιου τομέα, περικοπές κοινωνικών δαπανών και ελλειμμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικές μεταρρυθμίσεις ευνοϊκές για το κεφάλαιο, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, εγκατάλειψη ουσιαστικών πλευρών κρατικής κυριαρχίας, κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων κλπ) σήμερα γενικεύονται και εφαρμόζονται στον αναπτυγμένο κόσμο με κοινό θύμα τους εργαζόμενους, οι οπαδοί της «εξόδου από το ευρώ» δεν διακρίνουν τις τεράστιες ευκαιρίες κοινής δράσης της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης που διανοίγονται από τις αυθόρμητες κινητοποιήσεις της και παρά το εμπόδιο των συμβιβασμένων πολιτικών ηγεσιών τους. Αντ’ αυτού, ‘προσωποποιούν’ την αντίθεση με το κεφάλαιο και το αστικό κατεστημένο στο σύνολο των υπερεθνικών θεσμών με πρώτο το ευρώ και στρέφουν όλη την προσοχή τους στην πόρτα της εξόδου… προς το παρελθόν της εθνικής αστικής οικονομίας.
Σε μία περίοδο που η κρίση χρεών δεν οδηγεί μόνον στην μεγαλύτερη στην ιστορία αφαίμαξη πλούτου των εργαζόμενων μαζών από την χρηματοπιστωτική ολιγαρχία μέσω του μηχανισμού των χρεών, αλλά και στον κλονισμό της παγκόσμιας νομισματικής τάξης, της αμερικανικής ηγεμονίας και της αστικής νομιμότητας σε κάθε χώρα, η εκθεμελίωση της ισχύος του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν περνά μέσω της ακύρωσης του χρέους μιας μικρής χώρας σαν την Ελλάδα, αλλά μέσω της διαγραφής των χρεών όλων των υπερχρεωμένων οικονομιών που σπεύδουν να τα φορτώσουν στις πλάτες των εργαζομένων τους. Γιατί η τρέχουσα κρίση του χρέους δεν αποτελεί ούτε ελληνικό, ούτε νοτιοευρωπαϊκό αποκλειστικά φαινόμενο, αφού πλήττει όλη την Ευρώπη και ακόμη περισσότερο τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Εξ ου και η σημασία της συλλογικής δημιουργίας νέων δικτυώσεων και συνασπισμών εργατικών συνδικάτων και πολιτικών φορέων-εκπροσώπων τους στη βάση της διεθνιστικής αλληλεγγύης Βορά-Νότου και Δύσης-Ανατολής.
Αντί να δαιμονοποιείται το ευρώ ως πηγή όλων των δεινών και η ορθή πρόταση ακύρωσης του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους να χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο μιας εθνικοκαπιταλιστικής φάσης ανάπτυξης (βλ ‘έξω από την Ευρώπη’ και προσφυγή στην εθνική αυτοδυναμία), η πρόταση διαγραφής της μεγάλης μάζας των χρεών θα έπρεπε να προβάλλεται ως πανευρωπαϊκό μεταβατικό αίτημα για την αγωνιστική συσπείρωση και διεκδίκηση μιας δημοκρατικά ενωμένης Ευρώπης εκ μέρους των εργαζομένων. Αντί να προβάλλονται με μηχανικό τρόπο τριτοκοσμικά αναλυτικά σχήματα διάκρισης της Ευρώπης σε Βορά-Νότο και Κέντρο-Περιφέρεια που υποκαθιστούν την εκμετάλλευση της εργατικής από την αστική τάξη με την εκμετάλλευση των φτωχότερων από τις πλουσιότερες χώρες, θα έπρεπε να αναδεικνύεται το κοινό πεδίο της ταξικής εκμετάλλευσης όλων των εργαζομένων τάξεων από το εθνικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο και να προβάλλεται η κοινή σοσιαλιστική προοπτική. Τέλος, και αυτό είναι το κυριότερο, αντί να οδηγείται η εργατική τάξη να επιλέξει ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο μνημόνιο του ευρωπαϊκού αστισμού και τον κεϋνσιανής έμπνευσης εθνικό κρατικοκαπιταλιστικό προστατευτισμό – δηλαδή μεταξύ δύο αστικών πολιτικών, ή σωστότερα μεταξύ μίας αστικής και μίας μικροαστικής πολιτικής – οφείλει να χαράξει την δική της ανεξάρτητη ταξική πολιτική μακριά από διλήμματα «μέσα ή έξω από το ευρώ» και «ελεύθερη ευρωπαϊκή αγορά ή εθνικός προστατευτισμός».
Το τελευταίο αυτό σκέλος αποτελεί και την πεμπτουσία της μαρξιστικής μεθόδου και αυτή ήταν η προσέγγιση από άποψη αρχής των Μαρξ-Ένγκελς και των λοιπών κλασσικών μαρξιστών στα προβλήματα που έθεσε η καπιταλιστική ανάπτυξη της εποχής τους, μέσα από τις εναλλαγές της ελευθερίας στο εμπόριο και της υιοθέτησης προστατευτικών μέτρων. Ας δούμε πως χειρίστηκαν τα περίπλοκα διλήμματα που έθετε η αστική πολιτική στον καιρό τους.
ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΜΠΟΡΙΟ, Ο ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Όταν ο Βρετανικός καπιταλισμός ήταν η κυρίαρχη βιομηχανική δύναμη στην παγκόσμια οικονομία και το ελεύθερο εμπόριο είχε μόλις γίνει η εμπορική πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης, οι Μαρξ και Ένγκελς πρώτοι έγραψαν για αυτό τη δεκαετία του 1840.
Στην Αγγλία οι «νόμοι του καλαμποκιού» που είχαν διατηρήσει την τιμή των τροφίμων υψηλή (και τους γαιοκτήμονες πλούσιους) καταργήθηκαν το 1846, προκαλώντας μεγάλη διεθνή συζήτηση για το θέμα του ελεύθερου εμπορίου. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς δημοσίευσαν άρθρα και έδωσαν ομιλίες σχετικά με το ζήτημα.
Η πρώτη καινοτομία που έκαναν ήταν να αρνηθούν να δεσμευτούν από το δίλημμα: ελεύθερο εμπόριο ή προστατευτισμός. Ήδη από το 1845, ο Ένγκελς έγραφε στον Julius Campe: “Δεν έχουμε την πρόθεση να υπερασπιστούμε τους προστατευτικούς δασμούς περισσότερο από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά μάλλον να επικρίνουμε τα δύο συστήματα, από τη δική μας σκοπιά. Δική μας σκοπιά είναι η κομμουνιστική."
(Μαρξ και Ένγκελς Άπαντα 38 / MECW 38, σ.34 ή http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/letters/45_10_14.htm)
Η πιο λεπτομερής επεξεργασία του θέματος εκ μέρους τους ήταν η ομιλία του Μαρξ ‘Σχετικά με το Ζήτημα του Ελεύθερου Εμπορίου’, η οποία εκδόθηκε στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 1848, λίγο πριν από την δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.
(MECW 6, σ.450 ή http://www.marxists.org/archive/marx/works/1848/01/09ft.htm#marx)
Η ομιλία είναι διαποτισμένη με σκεπτικισμό σχετικά με τις "σοφιστείες του ελεύθερου εμπορίου” της τάξης των βιομηχάνων. Ο Μαρξ καταφέρθηκε εναντίον της «ξαφνικής φιλανθρωπίας των ιδιοκτητών εργοστασίων», οι οποίοι υποστήριζαν ότι το ελεύθερο εμπόριο ωφελούσε την εργατική τάξη. Διακήρυξε, δε, ότι η αντίθεση των αφεντικών για σύντμηση της εργάσιμης ημέρας αποκαλύπτει την υποκρισία τους.
Ο Μαρξ πίστευε ότι “όλος αυτός ο φαρισαϊσμός δεν θα καταφέρει να καταστήσει το φτηνότερο ψωμί προσιτό στους εργαζόμενους". Υποστήριξε ότι το ελεύθερο εμπόριο ήταν για τη βρετανική αστική τάξη το μέσο για να κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά. “Η Αγγλία θα αποτελούσε μία τεράστια πόλη-εργοστάσιο, με το σύνολο της υπόλοιπης Ευρώπης να βασίζεται στις γεωργικές περιοχές της”.
Ενάντια στα επιχειρήματα ότι το ελεύθερο εμπόριο θα παρέχει φθηνά τρόφιμα και υψηλότερους μισθούς, ο Μαρξ επισήμανε την ένδεια των χειροτεχνών υφαντουργών στη Βρετανία και την Ινδία. Υποστήριξε ότι με την απελευθέρωση του ανταγωνισμού, το ελεύθερο εμπόριο είναι πιθανόν να μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων. Ο Μαρξ αμφισβήτησε επίσης το επιχείρημα ότι το ελεύθερο εμπόριο διευκόλυνε ένα φυσικό καταμερισμό της εργασίας μεταξύ των χωρών. Οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου απέτυχαν να καταλάβουν ότι «μία χώρα μπορεί να πλουτίζει σε βάρος της άλλης".
Στην ερώτηση, «τι είναι το ελεύθερο εμπόριο υπό την παρούσα κατάσταση της κοινωνίας;", η απάντηση του Μαρξ ήταν: "Είναι η ελευθερία που έχει το κεφάλαιο να συντρίψει τον εργαζόμενο”.
Ο Μαρξ υποστήριξε:. "Όταν έχετε ανατρέψει τα λίγα εθνικά εμπόδια που εξακολουθούν να περιορίζουν την πρόοδο του κεφαλαίου, του έχετε απλώς δώσει έτσι πλήρη ελευθερία δράσης. Όσο αφήνετε τη σχέση της μισθωτής εργασίας προς το κεφάλαιο να υπάρχει, δεν έχει σημασία το πόσο ευνοϊκές είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η ανταλλαγή των εμπορευμάτων, πάντα θα υπάρχει μια τάξη η οποία θα εκμεταλλεύεται και μια τάξη που θα την εκμεταλλεύονται. "
Και πρόσθεσε: “Όλα τα καταστρεπτικά φαινόμενα τα οποία προκαλεί ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός στο εσωτερικό μιας χώρας, αναπαράγονται σε πιο γιγαντιαίες διαστάσεις στην παγκόσμια αγορά."
Ωστόσο, ο Μαρξ έκλεισε την ομιλία του με την ακόλουθη δήλωση: "Αλλά, σε γενικές γραμμές, το σύστημα προστασίας των ημερών μας είναι συντηρητικό, ενώ το σύστημα ελεύθερου εμπορίου είναι καταστροφικό. Διασπά παλιές εθνότητες και εξωθεί τον ανταγωνισμό του προλεταριάτου και της αστικής τάξης στο πιο ακραίο του σημείο. Με μια λέξη, το σύστημα ελεύθερου εμπορίου επιταχύνει την κοινωνική επανάσταση. Είναι με αυτή την επαναστατική έννοια και μόνο, κύριοι, που ψηφίζω υπέρ του ελεύθερου εμπορίου. "
Είναι προφανές πως ο Μαρξ δεν τάχθηκε υπέρ του ελεύθερου εμπορίου κυριολεκτικά. "Ψήφιζε" μεταφορικά, υποστηρίζοντας ότι μεταξύ των δύο κακών καπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων, του ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού, το ελεύθερο εμπόριο είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα να ασκεί πίεση και να παροξύνει όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού αναπτύσσοντας τον αντίθετο στο κεφάλαιο πόλο της εργατικής τάξης.
Τα επιχειρήματα του Μαρξ για τον προστατευτισμό είχαν διατυπωθεί κρυφά στην ομιλία του 1848, όπου είπε: "Το να επιβαρύνουμε το ξένο καλαμπόκι με προστατευτικούς δασμούς είναι επαίσχυντο, αφού είναι σαν να κερδοσκοπούμε σε βάρος της πείνας του λαού”.
Ο Μαρξ είχε παρακολουθήσει ένα συνέδριο για το ελεύθερο εμπόριο στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο 1847 για το οποίο είχε ετοιμάσει μια ομιλία (που ποτέ δεν παραδόθηκε). Ο Ένγκελς έγραψε έναν απολογισμό της διάσκεψης, στον οποίο συνοψίζει την άποψη του Μαρξ περιλαμβάνοντας και ένα κομμάτι από την ομιλία που ασχολείται με τον προστατευτισμό
(«Οι οπαδοί του προστατευτισμού, του Ελεύθερου Εμπορίου και η εργατική τάξη, MECW 6, σ. 279 ή http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/09/23.htm).
Ο Μαρξ υποστήριξε, πρώτον, ότι: :”Εάν αυτοί [οι οπαδοί του προστατευτισμού] μιλούν συνειδητά και ανοιχτά προς την εργατική τάξη, τότε θα συνοψίζουν τη φιλανθρωπία τους, με τα παρακάτω λόγια:. Είναι καλύτερα να είναι κανείς αντικείμενο εκμετάλλευσης κάποιου συντοπίτη/συμπατριώτη, παρά των ξένων"
Επίσης επέκρινε τους οπαδούς του προστατευτισμού, λέγοντας ότι στην καλύτερη περίπτωση είναι υπερασπιστές της καθεστηκυίας τάξης. Έγραψε: "η διατήρηση της σημερινής κατάστασης πραγμάτων είναι κατά συνέπεια το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορεί να πετύχει ο προστατευτισμός υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Πράγμα καλό, αλλά το πρόβλημα για την εργατική τάξη δεν είναι να διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση πραγμάτων, αλλά το πώς θα την μετατρέψει στο αντίθετό της."
Περαιτέρω: "Το σύστημα των προστατευτικών δασμών θέτει στα χέρια του κεφαλαίου μιας χώρας, τα όπλα που του επιτρέπουν να αψηφά το κεφάλαιο των άλλων χωρών. Αυξάνει τη δύναμη αυτού του κεφαλαίου σε αντίθεση με το ξένο κεφάλαιο, και την ίδια στιγμή αυταπατάται ότι τα ίδια αυτά μέσα θα καταστήσουν το ίδιο κεφάλαιο μικρό και αδύναμο έναντι της εργατικής τάξης. "
Οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνώρισαν επίσης το γεγονός ότι οι προηγμένες δυνάμεις προστάτευσαν τις νεοσύστατες βιομηχανίες τους κατά τα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης. Προπορευόμενες των επιχειρημάτων των υποστηρικτών του προστατευτισμού κατά 150 χρόνια, παραδέχτηκαν τη δίκαιη απαίτηση των νέων βιομηχανικών δυνάμεων να προστατεύσουν τις νεοσύστατες βιομηχανίες τους. Μόνον αυτή η προστασία είτε θα γίνει τρόπος να φέρει τη νέα βιομηχανική δύναμη στην ελευθερία των συναλλαγών ή θα μεταλλαχθεί σε καθεστώς συντηρητικής προστασίας.
Ο Ένγκελς, ωστόσο, υποστήριξε ότι «η εργατική τάξη έχει συμφέρον σε οτιδήποτε βοηθά την αστική τάξη σε μια απρόσκοπτη διακυβέρνηση», αφού «μόνο όταν το πεδίο της μάχης έχει καθαρίσει απ’ όλα τα περιττά εμπόδια» θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στην εργατική τάξη και την καπιταλιστική τάξη.
Επανέλαβε, δε, ότι αυτοί «που υποστηρίζουν το σύστημα προστασίας ποτέ δεν παραλείπουν να πιέσουν την ευημερία της εργατικής τάξης. Οι πιο ευφυείς μεταξύ των (εργαζόμενων) γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό είναι μια μάταιη αυταπάτη. Είτε επικρατούν οι προστατευτικοί δασμοί, ή το ελεύθερο εμπόριο, ή ένα μείγμα μεταξύ των δύο, ο εργαζόμενος δεν θα λάβει κανένα μεγαλύτερο μισθό για την εργασία του πέρα από ό, τι ακριβώς θα αρκεί για την πενιχρή συντήρηση του ».
Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1840 και τη δεκαετία του 1880, οι Μαρξ και Ένγκελς συνέχισαν να αποκαλύπτουν την υποκρισία των συνηγόρων και των δύο πολιτικών της προστασίας και του ελεύθερου εμπορίου, και να διαβεβαιώνουν για τα ύψιστα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Όμως, οι Μαρξ και Ένγκελς διατήρησαν τον σκεπτικισμό τους για τον προστατευτισμό. Συμβούλεψαν μάλιστα σχετικά τους υποστηρικτές τους στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με συνέπεια στο συνέδριο του SPD που πραγματοποιήθηκε στο Gotha το 1876, το κόμμα πέρασε ένα ψήφισμα που ανέφερε τα εξής:. "Οι σοσιαλιστές της Γερμανίας δεν ενδιαφέρονται για τον αγώνα μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού που έχει προκύψει μέσα από τις γραμμές των ιδιοκτητριών τάξεων. Πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα σκοπιμότητας, που θα αποφασιστεί σε κάθε περίπτωση αναλόγως των συνθηκών: τα προβλήματα των εργαζόμενων τάξεων έχουν τη ρίζα τους στις γενικότερες οικονομικές συνθήκες στο σύνολό τους ". (Αύγουστος Μπέμπελ, ‘Η ζωή μου’, 1912, σ.301)
Επίσης συμβούλεψαν τους εκπρόσωπους του SPD στο Κοινοβούλιο να απόσχουν ή να ψηφίσουν κατά μέτρων όπως οι προστατευτικοί δασμοί. Το 1879, ο Ένγκελς έγραφε στον Αύγουστο Μπέμπελ:; «Στην περίπτωση όλων των άλλων οικονομικών ζητημάτων όπως οι προστατευτικοί δασμοί, οι Σοσιαλδημοκράτες βουλευτές οφείλουν να τηρούν πάντα τη ζωτική αρχή να μην ενδίδουν σε τίποτα που αυξάνει τη δύναμη της κυβέρνησης έναντι του λαού. Και αυτό γίνεται ακόμα πιο εύκολη υπόθεση από το γεγονός ότι τα συναισθήματα μέσα το ίδιο το κόμμα θα είναι, φυσικά, πάντα μοιρασμένα σε τέτοιες περιπτώσεις και, επομένως αυτόματα επιστρατεύεται η αποχή, που είναι μια αρνητική στάση». (MECW 45, σ.423)
Μετά τον θάνατο του Μαρξ το 1883, ο Ένγκελς δημοσίευσε ένα φυλλάδιο το 1888, για το ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου το 1888, το οποίο περιλάμβανε τα βασικά άρθρα και ομιλίες από το 1840, καθώς και μια νέα εισαγωγή που ανέλυε τις εξελίξεις κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Είναι σαφές από την εισαγωγή ότι η βασική στάση του παρέμεινε ίδια με αυτή που μοιράστηκε με τον Μαρξ. (MECW τόμος 26, σ.521)
Ο Ένγκελς έγραφε: «Το ζήτημα των Ελεύθερων Συναλλαγών ή του Προστατευτισμού κινείται αποκλειστικά εντός των ορίων του σημερινού συστήματος της καπιταλιστικής παραγωγής, και ως εκ τούτου, δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον για εμάς τους σοσιαλιστές που θέλουμε να καταργήσουμε το σύστημα αυτό.»
Αλλά πρόσθεσε: «Εμμέσως, όμως, [το ελεύθερο εμπόριο] μας ενδιαφέρει στο βαθμό που οφείλουμε να επιθυμούμε όπως το σημερινό σύστημα παραγωγής να αναπτυχθεί και να επεκταθεί όσο πιο ελεύθερα και συντομότερα γίνεται: γιατί μαζί του θα αναπτύξει επίσης εκείνα τα οικονομικά φαινόμενα που είναι αναγκαίες του συνέπειες και τα οποία θα καταστρέψουν ολόκληρο το σύστημα. Από την σκοπιά αυτή, πριν από 40 χρόνια ο Μαρξ τάχθηκε, κατ 'αρχήν, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου ως του πιο προοδευτικού σχεδίου, και συνεπώς του σχεδίου αυτού που θα φέρει το συντομότερο σε αδιέξοδο την καπιταλιστική κοινωνία.»
Ο Ένγκελς αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της εισαγωγής του στην αντιμετώπιση του ζητήματος του προστατευτισμού. Πρώτον επανέλαβε το επιχείρημα ότι όλες οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες είχαν προστατέψει τις βιομηχανίες τους στην παιδική ηλικία τους. Έγραψε: «Ήταν κάτω από την ενίσχυση της πτέρυγας του προστατευτισμού που το σύστημα της σύγχρονης βιομηχανίας - η παραγωγή από ατμοκίνητες μηχανές - εκκολάφτηκε και αναπτύχθηκε στην Αγγλία κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα».
Ωστόσο, ο Ένγκελς ήταν σκεπτικός για το αν οι προστατευτικοί δασμοί θα μπορούσαν να επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Υποστήριξε:.. "Ο προστατευτισμός είναι στην καλύτερη περίπτωση μία ατέλειωτη βίδα και ποτέ δεν ξέρεις πότε έχεις ξεμπερδέψεις μαζί της. Προστατεύοντας έναν κλάδο, άμεσα ή έμμεσα βλάπτεις όλους τους άλλους και κατά συνέπεια πρέπει να τους προστατέψεις και αυτούς. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ζημιώνεις πάλι τη βιομηχανία που αρχικά προστάτεψες και πρέπει να την αποζημιώσεις. Αλλά η αποζημίωση αυτή ζημιώνει, όπως και προηγουμένως, όλες τις άλλες συναλλαγές και κλάδους που πρέπει επίσης να αποκατασταθούν, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον ».
Ο Ένγκελς εισήγαγε δύο άλλα σημαντικά επιχειρήματα. Κατ 'αρχάς, γελοιοποίησε τους προστατευτικούς δασμούς της ρωσικής κυβέρνησης που δήθεν στόχευαν στο να καταστεί αυτή «μια εντελώς αυτοτροφοδοτούμενη χώρα, μην έχοντας πλέον ανάγκη να εισάγει από το εξωτερικό ούτε φαγητό, ούτε πρώτες ύλες, ούτε βιομηχανικά είδη, ούτε άλλα τεχνουργήματα». Με λόγια ανάλογα με όσα ταίριαζαν στις κατοπινότερες τρέλες του Στάλιν, επέσυρε τη χλεύη σε όσους «πιστεύουν σε αυτό το όραμα μιας Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αυτοδύναμης και απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο».
Δεύτερον, ο Ένγκελς ήταν οξύτατα επικριτικός στην μεγάλη δύναμη του προστατευτισμού - «το χειρότερο από όλα» όπως έλεγε - που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1870 στη Γερμανία και την Αγγλία συχνά υπό το σύνθημα του «δίκαιου εμπορίου». Στην Αγγλία, οι Συντηρητικοί είχαν βοηθήσει να δημιουργηθεί η Εθνική Λίγκα του Δίκαιου Εμπορίου στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Για τον Ένγκελς ήταν σαφές ότι ένας τέτοιος προστατευτισμός ήταν αντιδραστικός, μόνο δημιουργώντας περιχαρακώσεις και «τραστ» υπέρ των εθνικών κεφαλαίων, όπως ακριβώς οι γερμανοί μεγιστάνες της χαλυβουργίας και η Standard Oil Company των ΗΠΑ. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 είχε πλέον ξεκαθαρίσει πως η προστασία δεν ήταν απαραίτητη για τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Ο Ένγκελς συνοψίζει το δίλημμα που αντιμετωπίζουν άλλες χώρες, όπου μια δύναμη - στην προκειμένη περίπτωση η Βρετανική - κυριάρχησε στο παγκόσμιο εμπόριο. Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 1892 προς τον Νικολάι Danielson, έγραψε: «Κατά την άποψή μου, αυτή η καθολική επαναφορά των προστατευτικών δασμών δεν είναι ένα απλό ατύχημα αλλά η αντίδραση κατά του αφόρητου βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας. Η μορφή την οποία αυτή η αντίδραση παίρνει, όπως είπα και άλλοτε, μπορεί να είναι εσφαλμένη, ανεπαρκής ή και ακόμα χειρότερα, αλλά ιστορική της αναγκαιότητα μου φαίνεται αρκετά σαφής και προφανής.» (MECW 49, σ.442-443)
Συνοψίζοντας, ο Ένγκελς διατήρησε και ανάπτυξε τη θέση που αυτός και ο Μαρξ είχαν καθορίσει για περισσότερα από 40 χρόνια - την άρνησή τους να δεσμευτούν από τις παραμέτρους της αστικής πολιτικής, και την επιδίωξή τους να προσανατολίσουν την εργατική τάξη να τηρήσει μια ανεξάρτητη στάση.
Οι μεταγενέστεροι μαρξιστές υιοθέτησαν την προσέγγιση του Μαρξ και του Ένγκελς. Για παράδειγμα, το 1894 ο Λένιν έγραψε: «Αν και τονίζουν πρωτίστως και κατηγορηματικά ότι το πρόβλημα του ελεύθερου εμπορίου και της προστασίας είναι ένα καπιταλιστικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα της αστικής πολιτικής, οι Ρώσοι μαρξιστές πρέπει να στηρίξουν το ελεύθερο εμπόριο, δεδομένου ότι ο αντιδραστικός χαρακτήρας της προστασίας, η οποία καθυστερεί την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, και εξυπηρετεί τα συμφέροντα όχι του συνόλου της αστικής τάξης, αλλά μόνο μιας χούφτας παντοδύναμων μεγιστάνων, είναι πολύ έντονα εμφανής στη Ρωσία, και λαμβανομένου υπόψη ότι το ελεύθερο εμπόριο σημαίνει επιτάχυνση της διαδικασίας που παράγει τα μέσα της απελευθέρωσης από τον καπιταλισμό.» (‘Το οικονομικό περιεχόμενο της Narodism’, 1894, CW τόμος 1, σ.436 ή http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1894/narodniks/index.htm)
Ο Ρούντολφ Χίλφερτινγκ, στο βιβλίο του ‘Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο’ (1910), έγραψε: «Το προλεταριάτο, αποφεύγει το αστικό δίλημμα - προστατευτισμός ή ελεύθερο εμπόριο - με μια λύση δική του. Ούτε προστατευτισμός ούτε ελεύθερο εμπόριο, αλλά ο σοσιαλισμός, η οργάνωση της παραγωγής, ο συνειδητός έλεγχος της οικονομίας όχι από και προς όφελος των καπιταλιστών μεγιστάνων αλλά για την κοινωνία στο σύνολό της.» (1981, σ.366)
Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς, ο Χίλφερτινγκ αναγνώρισε ότι το ελεύθερο εμπόριο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη. «Δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία, επομένως, ότι σε ένα προχωρημένο στάδιο της καπιταλιστικής παραγωγής, το ελεύθερο εμπόριο το οποίο προορίζεται να συγχωνεύσει το σύνολο της παγκόσμιας αγοράς σε μια ενιαία οικονομική επικράτεια, θα εξασφαλίσει την υψηλότερη δυνατή παραγωγικότητα της εργασίας και τον πλέον ορθολογικό διεθνή καταμερισμό της εργασίας." (1981, σ.311)
Ωστόσο, ο Χίλφερτινγκ πίστευε πως η εποχή του ελεύθερου εμπορίου είχε περάσει και είχε αντικατασταθεί από την εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και του προστατευτισμού, της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων και τον πόλεμο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, γράφοντας το 1913 το ’Η συσσώρευση του κεφαλαίου’, υποστήριξε ότι η περίοδος των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών ήταν "απλά μια περαστική φάση στην ιστορία της καπιταλιστικής συσσώρευσης».(2003, σ.430)
Ο Λένιν στο βιβλίο του ‘Ο ιμπεριαλισμός’ (1916) έκανε την ίδια παρατήρηση. Έγραψε: «Η Αγγλία έγινε μια καπιταλιστική χώρα πριν από κάθε άλλη, και μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, έχοντας υιοθετήσει το ελεύθερο εμπόριο, ισχυρίστηκε ότι ήταν το ‘εργαστήρι του κόσμου’, προμηθευτής βιομηχανικών αγαθών σε όλες τις χώρες, οι οποίες σε αντάλλαγμα . όφειλαν να της παρέχουν τις πρώτες ύλες. Όμως, στο τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, αυτό το μονοπώλιο είχε ήδη υπονομευθεί. Γιατί άλλες χώρες, που φρόντισαν να προφυλάξουν τους εαυτούς τους με προστατευτικούς δασμούς, εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητα καπιταλιστικά κράτη ». (CW τόμος 22, σ.241 ή http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1916/imp-hsc/index.htm)
Ο Λένιν, επίσης, ανέφερε τον Χίλφερτινγκ επιδοκιμαστικά, ότι «η απάντηση του προλεταριάτου για την οικονομική πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου, στον ιμπεριαλισμό, δεν μπορεί να είναι το ελεύθερο εμπόριο, αλλά ο σοσιαλισμός. Ο στόχος της προλεταριακής πολιτικής δεν μπορεί σήμερα να είναι το ιδανικό της αποκατάστασης του ελεύθερου ανταγωνισμού - το οποίο έχει πλέον γίνει αντιδραστικό ιδανικό -. αλλά η πλήρης εξάλειψη του ανταγωνισμού με την κατάργηση του καπιταλισμού» (‘Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο’, 1981, σ.366, CW τόμος 22, σ.289)
Εξίσου σημαντική ήταν η στάση του Τρότσκι απέναντι στον προστατευτισμό, την οποία συνόψισε ξεκάθαρα, στο άρθρο, ‘Αφοπλισμός και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης’ (Οκτώβριος 1929 ή ) όπου έγραψε: «Οι δασμολογικοί φραγμοί έχουν ανεγερθεί ακριβώς επειδή είναι κερδοφόροι και απαραίτητοι σε μια εθνική αστική τάξη σε βάρος μιας άλλης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτοί επενεργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθυστερεί η ανάπτυξη της οικονομίας στο σύνολό της.» (http://www.marxists.org/archive/trotsky/1929/10/disarm.htm).
Στο ίδιο άρθρο ο Τρότσκι εξηγεί αναλυτικά γιατί ο καπιταλισμός στις ΗΠΑ και την Ευρώπη έχει αναπτύξει τόσο πολύ τις παραγωγικές δυνάμεις που ξεπερνούν τα όρια του εθνικού κράτους και επιζητούν την ολοκλήρωσή τους σε ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο. Και πως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (σύνθημα που είχε ασπασθεί η Τρίτη Διεθνής πριν κυριαρχήσει ο σταλινισμός και το διαγράψει από την ατζέντα του χάριν του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα») αποτελούσαν ένα στόχο προοδευτικό που όφειλε να στηρίξει το εργατικό κίνημα με την δική του επιδίωξη και στόχευση των Σοσιαλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως ενδιάμεσης μορφής στην πορεία πραγμάτωσης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.
ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ 'Η ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ;
Αυτή η θεώρηση σε μεγάλο βαθμό ξεχάστηκε με την άνοδο του σταλινισμού. Πολλά από όσα καταγράφηκαν σαν «μαρξισμός» τα τελευταία 70 χρόνια δεν ήταν κάτι παραπάνω από μία σταλινική διατύπωση για τον προστατευτισμό, με την αυτάρκεια να ασκείται από την ΕΣΣΔ σε απομόνωση από τη διεθνή αγορά και να προβάλλεται ως πρότυπο. Αυτό ήταν το ακριβώς αντίθετο της αρχικής μαρξιστικής προσέγγισης.
Βεβαίως, δεν μπορούμε απλώς να σχεδιάζουμε τη στάση μας σήμερα αντιγράφοντας τις απόψεις των προηγούμενων μαρξιστών. Αν μη τι άλλο, μας δίδαξαν να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα καθαρά και να μελετάμε τον κόσμο όπως είναι. Ο χρόνος τους διαφέρει πολύ από τον δικό μας. Όμως η μέθοδος προσέγγισης διλημμάτων όπως πχ αυτού που τίθεται σήμερα με τη μορφή του «μέσα σε μία νομισματική ζώνη ελεύθερων εμπορικών και κεφαλαιακών συναλλαγών όπως αυτή του ευρώ ή έξω από αυτήν σε μία κατεύθυνση προστατευμένης εθνικής οικονομίας» δεν έχει μεταβληθεί.
Το γενικό πνεύμα των προειδοποιήσεων των μαρξιστών της τελευταίας 100ετίας έναντι οποιασδήποτε πολιτικής της εργατικής τάξης επικεντρώνεται στην αποκατάσταση σήμερα ενός υποτιθέμενου μαλακότερου καπιταλισμού του χτες – για παράδειγμα του καπιταλισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έναντι του μονοπωλιακού καπιταλισμού του ύστερου ιμπεριαλισμού - μας προειδοποιεί ενάντια στις πολιτικές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση ενός ξεπερασμένου, ηπιότερου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη προστασία, δασμούς και εθνικούς φραγμούς.
Ασφαλώς η εργατική τάξη χρειάζεται να ασκήσει μια δριμεία κριτική αυτού που υπάρχει. Ακριβώς όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέκριναν τόσο τους υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου όσο και του προστατευτισμού της εποχής τους, έτσι κι εμείς θα πρέπει να επικρίνουμε, αφενός, τον «ιμπεριαλισμό του ελεύθερου εμπορίου» των ΗΠΑ και όλης της Δύσης. Από την άλλη, όμως, δεν πρέπει να ενδώσουμε στις σειρήνες αυτών που επικαλούνται τις άνισες σχέσεις ανταλλαγής μέσα στην Ευρωζώνη ως αιτία όλων των δεινών προτείνοντας συνακόλουθα ως λύση-σωτηρία την έξοδο από αυτήν και την επιστροφή σε μία εθνικά προστατευμένη, αυτοδύναμη και γι’ αυτό περήφανη ανάπτυξη. Αυτοί εκπροσωπούν τους σύγχρονους οπαδούς του ‘δίκαιου εμπορίου’ που είχε επικρίνει ο Μαρξ. Γιατί οι ιδέες τους έχουν πολλά κοινά με τον «σοσιαλισμό της δίκαιης ανταλλαγής", που προωθήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Προυντόν και άλλους. Αυτοί νόμιζαν ότι η κοινωνική ισότητα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με τον επανακαθορισμό των κανόνων της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς προκειμένου αυτοί να ευθυγραμμιστούν με τις θεωρητικές αξιώσεις τους περί ισότητας και δικαιοσύνης. Ο Μαρξ ξεφύσηξε: "Το να αξιώνουν ίση ή έστω ισότιμη αναδιανομή με βάση το σύστημα της μισθωτής εργασίας, είναι το ίδιο σαν να αξιώνουν την ελευθερία, με βάση το σύστημα της δουλείας".
Η εργατική τάξη χρειάζεται μια ανεξάρτητη πολιτική - δεν πρέπει να δεσμεύεται από τις δύο αστικές πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να διαλέγουν την πλευρά του "δικού τους" εθνικού κεφαλαίου για προστασία, ούτε του κοσμοπολίτικου κεφαλαίου για ελεύθερο εμπόριο. Καμία από αυτές τις πολιτικές τελικά δεν θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και καμία δεν θα απομακρύνει το γεγονός της εκμετάλλευσης που βρίσκεται στη ρίζα της μισθωτής εργασίας.
Όμως, οι μαρξιστές ευνοούν το ελεύθερο εμπόριο, διότι επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού, κυρίως με τη δημιουργία των ίδιων των νεκροθαφτών του, την εργατική τάξη.
Όπως εξηγεί ο μαρξιστής Paul Hampton «στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών ο εργατικός πληθυσμός στις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες αυξήθηκε περισσότερο από 8 φορές. Αυτό σημαίνει ότι για τους εργαζομένους, ο δρόμος προς την αυτό-χειραφέτηση περνά μέσα από την προώθηση της παγκοσμιοποίησης, όχι μέσα από την αντιστροφή της.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν το ΔΝΤ, τον ΠΟΕ και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές; Όχι, βεβαίως ! Είμαστε αντίθετοι με τη διαρθρωτική προσαρμογή τους και με τις φαινομενικές πολιτικές απελευθέρωσης του εμπορίου, ακριβώς επειδή είναι η εργατική τάξη που υποφέρει και οι καπιταλιστές που επωφελούνται από αυτές. Όμως, κατανοούμε επίσης ότι η κατάργησή τους δεν είναι πανάκεια – το κεφάλαιο θα συνέχιζε την καθημερινή καταστροφή του, και ίσως το έκανε ακόμη χειρότερα εάν οι θεσμοί αυτοί καταστρέφονταν.
Υποθετικά ακραία αιτήματα όπως το “όχι στο ευρώ" δεν έχουν κάτω από τη μαχητική ρητορεία τους κανένα άλλο περιεχόμενο πέρα από τις παλιές, αναξιόπιστες, εθνικο-καπιταλιστικές πολιτικές του παρελθόντος.»
Το να υποστηρίζει κανείς πως το καθήκον μας είναι να "αποκαταστήσουμε το κράτος" το οποίο κινδυνεύει να κατακλυστεί από ξένες εταιρείες και διεθνείς οργανισμούς, σημαίνει πως έχουμε θεμελιωδώς παρεξηγήσει τον εχθρό μας.
Το να υποστηρίζουμε τον μικρής κλίμακας, τοπικό ή εθνικό καπιταλισμό ενάντια στις πολυεθνικές - ρητά ή σιωπηρά - σημαίνει να κοιτάμε προς τα πίσω αντί προς τα εμπρός. Πολύ συχνά, αυτό σημαίνει πως υποστηρίζουμε τον οπισθοδρομικό, πιο ωμά εκμεταλλευτικό, και πιο τσιγγούνη ή αδηφάγο καπιταλισμό εναντίον εκείνο του οποίου η μεγάλη κλίμακα δραστηριοτήτων τουλάχιστον δημιουργεί μια καλύτερη βάση για την μεγάλης κλίμακας οργάνωση των εργαζομένων.
Ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχος των πολυεθνικών απαιτεί περισσότερα από μία απλή εθνικοποίηση (δηλαδή, σε μία χώρα). Απαιτεί παγκόσμιο έλεγχο. Αλλά το γεγονός ότι τόσο λίγες πολυεθνικές πλέον κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία καθιστά τον παγκόσμιο σοσιαλιστικό σχεδιασμό πιο προσιτό και εφικτό από κάθε άλλη φορά - αρκεί μόνο να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα επίπεδο διεθνούς εργατικής οργάνωσης και αλληλεγγύης τόσο εκτεταμένες όσο η παγκόσμια διασύνδεση του κεφαλαίου.
Στην κρίση του χρέους της Ελλάδας και άλλων χωρών πρέπει να προτάξουμε ως λύση τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (ομοσπονδιοποίηση) που είτε θα διαγράψουν είτε θα επωμιστούν μεγάλο μέρος αυτού και να παλέψουμε για τον εκδημοκρατισμό και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τους. Η δύναμη των ελλήνων εργαζομένων βρίσκεται στην ενότητα με τους άλλους ευρωπαίους εργαζόμενους, όχι στο μικροαστικό εθνικό κεφάλαιο.
2